Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Κόριν Ρεντγκρέιβ: Φρίντριχ Έγκελς – Ένας Σύγχρονός μας


Κόριν Ρεντγκρέιβ: Φρίντριχ Έγκελς – Ένας Σύγχρονός μας

Το άρθρο αυτό είναι το επεξεργασμένο κείμενο μιας διάλεξης που έδοσε ο συγγραφέας στο Λονδίνο, στις 12 του Οκτώβρη 1995, για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Έγκελς. Αναδημοσιεύεται από το αγγλικό περιοδικό «Μηνιαίος Μαρξιστής» και τα «Τετράδια Μαρξισμού» Νο 6 όπου είχε δημοσιευθεί το 1995.

Μια διάλεξη προς τιμήν του Φρίντριχ Έγκελς, που πέθανε στις 5 του Αυγούστου 1895, θα φανεί σε μερικούς έξω από αυτή την αίθουσα, και ίσως σε έναν-δυο μέσα σ’ αυτήν, σαν κάποιου είδους αναχρονισμός. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του αιώνα, το πορτρέτο του Έγκελς ήταν τοποθετημένο σε περίοπτη θέση, σαν εικόνισμα, σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου. Αλλά μετά το 1991, που ονομάστηκε ο χρόνος της πτώσης του κομμουνισμού, το πορτρέτο του και το όνομα του έχουν εξοριστεί από ινστιτούτα, βιβλιοθήκες και σχολικά βιβλία. Έχει γίνει, όπως και όλοι οι άλλοι θεμελιωτές του σοσιαλισμού, ένα είδος μη-προσώπου.

Είναι αλήθεια ότι στην Κίνα –και αυτή είναι μια πολύ ουσιαστική εξαίρεση, μια και μιλάμε για το ένα τέταρτο του πληθυσμού της γης– οι εργάτες βλέπουν ακόμα στους τοίχους των εργοστασίων τους και σε άλλους δημόσιους χώρους τα πορτρέτα των Μαρξ, Έγκελς, Λένιν και Στάλιν, και προτρέπονται ακόμη να είναι προσηλωμένοι στις αλήθειες του μαρξισμού-λενινισμού. Αυτές είναι γνωστές, για συντομία, σαν οι «τέσσερεις προσηλώσεις», επειδή η Κεντρική Επιτροπή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος έχει βολικά αναγάγει τις αρχές του μαρξισμού σε τέσσερεις:

Προσήλωση στο Μαρξισμό-Λενινισμό – Προσήλωση στο Σοσιαλιστικό Δρόμο – Προσήλωση στην Προλεταριακή Δικτατορία – Προσήλωση στην Κομματική Ηγεσία.

Η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος κατασκευαστής του κόσμου. Από πολλές απόψεις, είναι αυτό που ήταν η Βρετανία πριν 150 χρόνια, όταν δημοσιεύτηκε Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. Τεράστια εργοστάσια έχουν οικοδομηθεί, τεράστιες πόλεις έχουν φυτρώσει, όπου οι κινέζοι εργάτες, πειθαρχημένοι χωρίς αμφιβολία ενμέρει με τον φόβο, με δασκαλέματα, με παροτρύνσεις και με καλοπιάσματα, παρουσιάζονται στην ώρα τους και δουλεύουν επίπονα για πολλές ώρες με πολύ μικρά μεροκάματα. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο, αν την ημέρα που αυτό το τεράστιο προλεταριάτο θα αποτινάξει τους σημερινούς πολιτικούς αφέντες του, απορρίψει προσωρινά τα αυστηρά πρόσωπα των ιδρυτών του επιστημονικού σοσιαλισμού, στο όνομα των οποίων έχει καταπιεστεί για τόσο πολύ.

Και εάν συμβεί αυτό, θα είναι έργο μια νέας γενιάς να ξαναδιαβάσει τον Έγκελς και να ανακαλύψει ότι δεν είναι κάποιος που καθαγιάζει την καταπίεση, αλλά είναι ο απελευθερωτής τους. Από εκείνα τα εκατομμύρια αντίτυπα των κειμένων του μαρξισμού που τυπώνονται εντελώς κυνικά, με τη σφραγίδα της Κεντρικής Επιτροπής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και που μετά μαζεύουν σκόνη στα ράφια του γραφείου κάποιου επαρχιακού γραφειοκράτη, ή μουχλιάζουν στις δημόσιες βιβλιοθήκες, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάποιος θα βρει και θα διαβάσει την Κατάσταση της Εργαζόμενης Τάξης στην Αγγλία. Καί όταν θα το κάνει θα βρει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενε.

Βιομηχανική Επανάσταση
Στην Αγγλία, ακόμη και πριν το 1991, το όνομα του Έγκελς προκαλούσε ένα περίεργο μίγμα αντιδράσεων, ιδιαίτερα στην αριστερά. Η αριστερά του Εργατικού Κόμματος που ακολουθεί τον Μπεν προωθούσε αυτό που ονόμαζε «ντόπια» παράδοση, υποτίθεται μια ειδικά αγγλική παράδοση σοσιαλισμού. Υπάρχει μια άρρωστη χροιά εθνικισμού στην απόρριψη του «μη-Άγγλου» Έγκελς. Πιο αριστερά από το Εργατικό Κόμμα υπήρχε κατευθείαν αντίθεση στον Έγκελς. Σίγουρα τον κατηγορούσαν σαν προασπιστή του Μαρξ και του μαρξισμού. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί άλλη φορά.

Ο Έγκελς ήρθε στο Μάντσεστερ πολύ νέος, το 1842. Ήταν 22 χρονών και ήρθε να δουλέψει σε μια εταιρεία του Μάντσεστερ όπου ο πατέρας του ήταν ένας από τους κύριους μετόχους. Όπως λέει, γνώρισε το Μάντσεστερ «τόσο καλά όσο την πόλη που γεννήθηκα και πιο καλά από τους περισσότερους κατοίκους του». Αυτό το βιβλίο είναι προϊόν εκείνης της πρώιμης και πολύ στενής γνωριμίας. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Αξιοσημείωτο για την εικόνα των μεγάλων πόλεων της Αγγλίας, εκείνων των τεράστιων γοργά αναπτυσσόμενων πληθυσμιακών κέντρων που είχε δημιουργήσει η βιομηχανική επανάσταση. Αξιοσημείωτο ακόμη για την εικόνα της εργατικής τάξης, της τάξης που όπως οι πόλεις και τα εργοστάσια δημιουργήθηκε από την βιομηχανική επανάσταση. Η εικόνα που ζωγραφίζει εδώ ο Έγκελς αποτελείται από τις πιο λεπτομερειακές παρατηρήσεις. Πράγματι, το ίδιο το βιβλίο έχει τον υπότιτλο «Από προσωπικές παρατηρήσεις και αυθεντικές πηγές». Και στην εισαγωγή του στην πρώτη έκδοση, ο Έγκελς δίνει μια πολύ συγκινητική εξήγηση για το πώς στράφηκε σ’ αυτό.

«Εργαζόμενοι!

Αφιερώνω σε σας ένα έργο, στο οποίο προσπάθησα να δώσω στους γερμανούς συμπατριώτες μου μια πιστή εικόνα της κατάστασης σας, των δεινών σας και των αγώνων σας, των ελπίδων και των προοπτικών σας. Έχω ζήσει αρκετά ανάμεσά σας ώστε κάτι να γνωρίζω για τις συνθήκες της ζωής σας. Για να τις γνωρίσω αφιέρωσα την πιο σοβαρή προσοχή μου, μελέτησα τα διάφορα επίσημα και ανεπίσημα ντοκουμέντα στο βαθμό που μπόρεσα να τα βρω. Λεν ικανοποιήθηκα μ’ αυτό, ήθελα κάτι πάρα πάνω από μια απλή αφηρημένη γνώση του θέματος μου, ήθελα να σας δω μέσα στα σπίτια σας, να σας παρατηρήσω στην καθημερινή σας ζωή, να κουβεντιάσω μαζί σας για την κατάσταση σας και τα παράπονα σας, να γίνω μάρτυρας των αγώνων σας ενάντια στην κοινωνική και πολιτική εξουσία των καταπιεστών σας. Αυτό το έκανα: απαρνήθηκα τις παρέες και τα δείπνα, τα κρασιά και τις σαμπάνιες των μεσαίων τάξεων και αφιέρωσα τις ελεύθερες ώρες μου σχεδόν αποκλειστικά στην επικοινωνία με απλούς εργάτες. Είμαι και ευτυχής και περήφανος που το έκανα. Ευτυχής επειδή έτσι πέρασα πολλές ευτυχισμένες ώρες αντλώντας γνώση για τις πραγματικότητες της ζωής –πολλές ώρες που αλλιώς θα είχαν πάει χαμένες με κουβέντες του συρμού και κουραστική ετικέτα. Περήφανος, γιατί έτσι βρήκα την ευκαιρία να αποδώσω δικαιοσύνη σε μια καταπιεσμένη και συκοφαντημένη τάξη ανθρώπων, που με όλα τα λάθη τους και με όλα τα μειονεκτήματα της θέσης τους, έχουν τον σεβασμό όλων εκτός από τους άγγλους παραδόπιστους», («Άπαντα Μαρξ και Έγκελς», τόμ. 4, σελ. 297, εκδόσεις Λόρενς και Γουίσαρτ).

Παρατηρήσεις

Με τον πλούτο των παρατηρήσεων του, στοιχειοθετημένων με μια τεράστια ποσότητα διαβάσματος και έρευνας, με το βάθος των αισθημάτων του και την έκταση του –καλύπτει όχι μόνον το Μάντσεστερ, όπου ο Έγκελς δούλευε και το γνώριζε, όπως λέει, πιο καλά από τους περισσότερους κατοίκους του, αλλά σχεδόν κάθε μεγάλη πόλη στην Αγγλία– και με την εμπεριστατωμένη εικόνα σχεδόν κάθε επαγγέλματος, ξεπερνάει την καλύτερη δημιουργική φιλολογία της εποχής του. Πράγματι, με όλο τον σεβασμό για τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, του Τζορτζ Έλιοτ ή της κυρίας Γκάσκελ, θα μπορούσατε να διαβάσετε όλα τους τα μυθιστορήματα και ακόμη να έχετε πολύ λιγότερη αντίληψη για τις συνθήκες εργασίας, για τα υπόγεια και τις κατοικίες του προλεταριάτου, από αυτήν που σχηματίζετε διαβάζοντας το βιβλίο του Έγκελς. Και από μια άλλη σημαντική άποψη το βιβλίο του Έγκελς είναι πολύ ανώτερο από τους συγγραφείς που ανέφερα. Εκείνοι έγραφαν για ένα κοινό το οποίο, παρά το γεγονός ότι περιελάμβανε έναν μεγάλο και αυξανόμενο αριθμό εργατών, ήταν ακόμη κυρίως «ευγενές». Αυτό σημαίνει ότι ήταν θωρακισμένο, διανοητικά και συναισθηματικά όσο και φυσικά, από μια άμεση γνώση των εργατών, από το θέαμα και τους ήχους και τις μυρωδιές των εργατικών συνοικιών. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθινό στο Μάντσεστερ. Ο Έγκελς κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση γι’ αυτό:

«Ο καθένας που γνωρίζει το Μάντσεστερ μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για τις γειτονικές συνοικίες από την εμφάνιση του εμπορικού δρόμου, αλλά σπάνια μπορεί να ρίξει μια ματιά στις πραγματικές εργατικές συνοικίες από τον δρόμο. Ξέρω πόλη καλά ότι αυτό το υποκριτικό σχέδιο είναι λίγο πολύ κοινό σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Ξέρω επίσης ότι οι λιανοπωλητές υποχρεώνονται από την φύση της δουλειάς τους να καταλάβουν τους μεγάλους δρόμους. Ξέρω ότι υπάρχουν περισσότερα καλά κτίρια παρά άσχημα σε τέτοιους δρόμους παντού, και ότι η αξία της γης είναι μεγαλύτερη κοντά σ’ αυτούς παρά στις πιο απόμακρες συνοικίες. Αλλά ταυτόχρονα δεν έχω δει ποτέ έναν τόσο συστηματικό αποκλεισμό της εργατικής τάξης από τους εμπορικούς δρόμους, μια τόσο προσεκτική απόκρυψη του καθετί που θα μπορούσε να προσβάλει τα μάτια και τα νεύρα της μπουρζουαζίας, όσο στο Μάντσεστερ», (όπ.π., σελ. 349).

Ο Έγκελς δεν αφήνει ποτέ να ξεχάσουμε τη βρώμα και τη δυσωδία στην οποία ήταν υποχρεωμένη να ζει η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών. Την έλλειψη υγιεινής, την ολική απουσία ύδρευσης και αποχέτευσης.

Τις σειρές από στραβοχτισμένες παράγκες, φτιαγμένες σκόπιμα πάνω σ’ ένα ανοιχτό χαντάκι, έτσι ώστε ένα άνοιγμα στις σανίδες του ισογείου να αποτελεί το αποχωρητήριο για ένα ολόκληρο τετράγωνο από εργατικές κατοικίες. Τον μοναδικό ξεχειλισμένο καμπινέ που εξυπηρετεί πάνω από 100 δωμάτια σε έναν οικισμό. Ή την μυρωδιά που αναδύεται από τους τάφους των φτωχών. Μια τρομακτική περιγραφή ενός τάφου φτωχών υπάρχει πιο κάτω στο βιβλίο:

«Στο Μάντσεστερ, το νεκροταφείο των φτωχών βρίσκεται απέναντι από την Παλιά Πόλη, κατά μήκος του Ιρκ. Αυτό επίσης είναι ένας ανώμαλος, απομονωμένος χώρος. Περίπου πριν δυο χρονιά έστρωσαν σιδηροδρομικές γραμμές μέσα από κει. Αν ήταν ένα καθώς πρέπει νεκροταφείο, πόσο θα φώναζαν για την ιεροσυλία η μπουρζουαζία και ο κλήρος! Αλλά ήταν ένα νεκροταφείο για φτωχούς, το κοιμητήριο των απόκληρων και των περιττών, έτσι κανείς δεν σκοτίστηκε για το ζήτημα. Δεν σκέφτηκαν καν ότι αξίζει να μεταφέρουν τα μισοαποσυνθεμένα πτώματα στην άλλη άκρη του νεκροταφείου. Τα στοίβαζαν όπως όπως, και φύτεψαν πασσάλους σε καινούργιους τάφους, έτσι ώστε ανάβλυζε νερό από το βαλτώδες έδαφος, γεμάτο με προϊόντα αποσύνθεσης που πλημμύρισαν τη γειτονιά με τα πιο αηδιαστικά και βλαβερά αέρια. Λεν μπορώ να περιγράψω με περισσότερες λεπτομέρειες την αποκρουστική κτηνωδία που συνόδεψε αυτό το έργο», (όπ.π., σελ. 577).

Κοινωνική Αποσύνθεση

Δεν αφήνει ποτέ να ξεχαστούν πράγματα όπως τα κλάματα των παιδιών, ή η μητέρα που μόλις γέννησε αλλά υποχρεώθηκε να γυρίσει σε λίγες μέρες στο εργοστάσιο από το φόβο μήπως χάσει τη δουλειά της, με τα στήθη της να τρέχουν γάλα από το πρωί ως το βράδι, με τα ρούχα της μουσκεμένα και με την πιθανότητα να την πιάσει πυρετός από την αλλαγή της θερμοκρασίας και την υγρασία καθώς σπεύδει στο νεογέννητό της.

Αυτό με οδηγεί να σημειώσω μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στον Έγκελς και στους μεγαλύτερους άγγλους μυθιστοριογράφους, ανεξάρτητα από το πόσο ζωντανή και γεμάτη συμπάθεια μπορεί να είναι η αναφορά τους στους φτωχούς. Υπάρχουν άφθονα αισθήματα και συγκινήσεις στον Έγκελς, αλλά ποτέ ούτε ίχνος συναισθηματισμού. Για παράδειγμα ο τρόπος που διαπραγματεύεται το ζήτημα της εγκληματικότητας:

«Το βρετανικό έθνος έχει γίνει το πιο εγκληματικό στον κόσμο... Η κοινωνία είναι σε κατάσταση ορατής αποσύνθεσης. Είναι αδύνατον να πιάσεις μια εφημερίδα χωρίς να δεις τις πιο εντυπωσιακές ενδείξεις της υποχώρησης όλων των κοινωνικών δεσμών... ο καθένας είναι μόνος του και αγωνίζεται για τον εαυτό του ενάντια σε όλους τους άλλους, και το εάν θα βλάψει όλους τους άλλους που είναι οι διακηρυγμένοι εχθροί του εξαρτάται από τον κυνικό υπολογισμό για το τι τον συμφέρει περισσότερο. Κανείς δεν σκέφτεται πια να έρθει σε ειρηνική συνεννόηση με τον άλλον. Όλες οι διαφορές ρυθμίζονται με την απειλή της βίας... Με λίγα λόγια, ο καθένας βλέπει στον πλησίον του έναν εχθρό που πρέπει να φύγει από τη μέση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα όργανο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το δικό του όφελος», (όπ.π., σελ. 427).

Αλλά αντί να βλέπει το έγκλημα απλά σαν ένα καρκίνωμα στο σώμα της κοινωνίας, ο Έγκελς το βλέπει σαν τη φυσική και αναπόφευκτη έκφραση ενός συστήματος που προχωρεί μέσα από τον πόλεμο, «τον πόλεμο όλων εναντίον όλων». Το έγκλημα, λέει, είναι πάντα μια έκφραση της ανάγκης: «οι παραβάσεις είναι, όπως σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, κατά της ιδιοκτησίας, και, επομένως, προέρχονται από την ανάγκη κάποιας μορφής. Γιατί αυτό που κάποιος έχει δεν το κλέβει», (όπ.π., σελ. 426).

Επιπλέον, καθώς ο κοινωνικός αυτός πόλεμος όλων εναντίον όλων αναπτύσσεται, ο Έγκελς πιστεύει ότι όλο και περισσότερο θα αποκρυσταλλώνεται σε δυο μεγάλα στρατόπεδα –τους έχοντες και τους μη έχοντες. Ο Έγκελς βλέπει ακόμη και στο μεθύσι των εργατών τα Σαββατόβραδα μια άναρθρη φωνή διαμαρτυρίας για την κατάσταση τους. Στο έγκλημα βλέπει ακόμη και ένα στοιχείο προόδου, επειδή οδηγεί στην διάλυση της παλιάς τάξης.

Το ίδιο με την οικογένεια. Δίνει σπαρακτικές περιγραφές των αποτελεσμάτων στην οικογενειακή ζωή ενός εργάτη, π.χ., της συνεχούς αντικατάστασης των ανδρών εργατών από γυναίκες εργάτριες. Οι εργάτριες ήταν φθηνότερες και δέχονταν πιο αδιαμαρτύρητα οποιουσδήποτε όρους έθεταν οι εργοδότες. Κάνει συγκινητικές περιγραφές για την αναστάτωση, την αποδιοργάνωση, την αίσθηση της ντροπής που οδηγεί αυτή η αντικατάσταση. Και όμως, λέει, είναι κάτι που δεν πρέπει να το θρηνεί κανείς με απόλυτο τρόπο, γιατί η οικογένεια βασίζεται σε μια αστική έννοια της ιδιοκτησίας και δεν είναι η τελευταία λέξη στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάτι καλύτερο για την γέννηση και ανατροφή παιδιών θα αναδυθεί από αυτήν την οικογενειακή μονάδα, όπως αυτή υποχρεώνεται να είναι μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Αγώνες

Σήμερα πολλά απ’ αυτά θα απορρίπτονταν σαν ρομαντισμός ή σαν συμπτώματα της νεαρής ηλικίας του Έγκελς, και ήταν πράγματι πολύ νέος όταν έγραψε αυτό το βιβλίο. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ίχνος ρομαντισμού σ’ αυτό το έργο. Η περιγραφή του, για παράδειγμα, της πεντάμηνης απεργίας των ανθρακωρύχων το 1843, και του τρόπου με τον οποίο οι ανθρακωρύχοι αντιστάθηκαν σε όλους τους πειρασμούς να καταφύγουν στη βία εναντίον της αστυνομίας και εναντίον των πρακτόρων των εργοδοτών, είναι εξαιρετικά διδακτική. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται σε γεγονότα προς το τέλος της απεργίας, όταν οι ιδιοκτήτες των ορυχείων αποφάσισαν να διώξουν τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειες τους από τα σπίτια τους τα οποία φυσικά ανήκαν στους ιδιοκτήτες των ορυχείων:

«Αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε με αποκρουστική σκληρότητα. Οι άρρωστοι, οι αδύναμοι, οι γέροι και τα μικρά παιδιά, ακόμη και ετοιμόγεννες γυναίκες, τραβήχτηκαν ανελέητα από τα κρεβάτια τους και πετάχτηκαν στα χαντάκια του δρόμου. Ένας πράκτορας τράβηξε από τα μαλλιά και πέταζε στο δρόμο μια γυναίκα που γεννούσε. Πλήθη στρατιωτών και αστυνομικών ήταν παρόντες έτοιμοι να πυροβολήσουν στο πρώτο σημάδι αντίστασης, με το παραμικρό νεύμα των ειρηνοδικών, που διηύθυναν ολόκληρη την κτηνώδη επιχείρηση. Αυτό επίσης οι εργάτες το υπομείνανε χωρίς αντίσταση. Είχε υπάρξει η ελπίδα ότι οι εργάτες θα χρησιμοποιούσαν βία. Τους εξωθούσαν με κάθε μέσο να παραβούν τους νόμους, ώστε να υπάρξει μια δικαιολογία για να τερματιστεί η απεργία με την επέμβαση του στρατού», (όπ.π., σελ. 543).

Ο Έγκελς είναι το ίδιο οξύς κατά των αναρχικών και των προβοκατόρων εκείνης της εποχής, όσο και κατά των ιδεαλιστών εκείνων που, όπως λέει, «δεν αναγνωρίζουν ιστορική εξέλιξη, και θέλουν να βάλουν το έθνος σε κατάσταση κομμουνισμού αμέσως, από την μια μέρα στην άλλη, και όχι με την αναπόφευκτη πορεία της πολιτικής του ανάπτυξης μέχρι το σημείο που αυτή η μετάβαση θα γίνει και δυνατή και αναγκαία».

Ο Έγκελς πρόσβλεπε με πάθος σε μια βίαιη επανάσταση που πρόβλεπε ότι θα ερχόταν μέσα στην επόμενη δεκαετία:

«Τη στιγμή της επόμενης κρίσης, που, σε αναλογία με τις προηγούμενες, πρέπει να ξεσπάσει το 1852 ή το 1853, εκτός αν καθυστερήσει ίσως με την ανάκληση των νόμων για τα σιτηρά ή αν επιταχυνθεί από άλλες επιδράσεις, όπως ο ξένος ανταγωνισμός –τη στιγμή που θα έρθει αυτή η κρίση, ο αγγλικός λαός θα έχει απαυδήσει να ληστεύεται από τους καπιταλιστές και να λιμοκτονεί όταν οι καπιταλιστές δεν χρειάζονται πια τις υπηρεσίες του. Εάν μέχρι τότε η αγγλική μπουρζουαζία δεν καθίσει να σκεφτεί –και όπως φαίνεται σίγουρα δεν θα το κάνει– θα ακολουθήσει μια επανάσταση που δεν θα συγκρίνεται με καμιά άλλη μέχρι τώρα. Οι προλετάριοι, σπρωγμένοι στην απελπισία, θα αρπάξουν το δαυλό που ο Στίβενς [ο χαρτιστής κήρυκας –σ.τ.μ.] τους έχει κηρύξει. Η εκδίκηση του λαού θα έρθει με τέτοια οργή μπροστά στην οποία θα ωχριά η μανία του 1793. Ο πόλεμος των φτωχών κατά των πλουσίων θα είναι ο αιματηρότερος που έγινε ποτέ», (όπ.π., σελ.581).

Όσο για το πόσο αιματηρός, λίγο πολύ θα εξαρτηθεί από την πρόοδο του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής θεωρίας μέσα στην αγγλική εργατική τάξη. Αντίθετα με τα στερεότυπα των φιλισταίων που έβλεπαν τον κομμουνισμό να στάζει αίματα, ο Έγκελς τον καταλαβαίνει σαν μια εξαιρετικά εκπολιτιστική επίδραση. Λέει: «Έτσι, όσο περισσότερο οι άγγλοι εργάτες αφομοιώνουν τις κομμουνιστικές ιδέες, τόσο περιττή θα γίνεται η σημερινή τους πικρία, που, αν συνεχιστεί το ίδιο βίαια όπως τώρα, δεν μπορεί να πετύχει τίποτα. Και τόσο περισσότερο η δράση τους κατά της μπουρζουαζίας θα χάσει την άγρια σκληράδα της», (όπ.π., σελ. 582).

Το Πνεύμα του Καπιταλισμού

Το διάβασμα αυτού του βιβλίου σήμερα είναι μια μοναδική εμπειρία και το συνιστώ. Θα βρείτε μερικά αξιοσημείωτα πράγματα εκεί.

Μιλάω σαν κάποιος που πίστευε ότι το είχε διαβάσει μέχρι τη στιγμή της προετοιμασίας αυτής της ομιλίας και τότε ανακάλυψε ότι δεν το είχε διαβάσει, ή μάλλον ότι το διαβάζει στη σημερινή κατάσταση με καινούργια μάτια.

Στην αρχή είναι αλήθεια ότι αυτοί οι εργάτες, όπως τους περιγράφει ο Έγκελς, που στριμώχνονταν σε βρώμικες καλύβες, δέκα ή δεκαπέντε σε ένα δωμάτιο, χωρίς εξαερισμό, συχνά χωρίς έπιπλα, μας φαίνονται τόσο απόμακροι όσο εκείνα τα κιτρινισμένα πορτρέτα των προ-προ-τροπατόρων μας που αγωνιζόμαστε κοιτάζοντας τις αυστηρές εκφράσεις τους, ελπίζοντας να βρούμε κάποια οικογενειακή ομοιότητα. Αλλά αν συνεχίσουμε το διάβασμα βρίσκουμε μερικά εξαιρετικά σημεία ομοιότητας και επαφής. Ας πάρουμε για παράδειγμα όλο το ζήτημα της ανασφάλειας της απασχόλησης. Στις καλύτερες των περιπτώσεων, έγραφε ο Έγκελς (και ο Έγκελς έγραφε σε μια εποχή που η Αγγλία πλησιάζει το ζενίθ της εμπορικής και βιομηχανικής ευημερίας της), κανείς εργάτης ή εργάτρια δεν θεωρούσε τη δουλειά του κάτι παραπάνω από προσωρινή, πριν τους σαρώσει η επόμενη περίοδος ανεργίας. Αυτές οι περίοδοι μαζικής ανεργίας έρχονταν κατά προβλεπτά τακτικά διαστήματα, σε κύκλους περίπου των πέντε χρόνων. Την εποχή που γράφει ο Έγκελς το 1842-43, υπάρχει ένας εφεδρικός στρατός 1,5 εκατομμυρίου ανέργων. Αλλά τις χειρότερες εποχές, στη μέση μιας εμπορικής και βιομηχανικής κρίσης, αυτός ο αριθμός θα διπλασιαζόταν, ή ακόμη και θα τριπλασιαζόταν.

Κα ποιά θα ήταν τότε η μοίρα των ανέργων; Εκείνοι που θα επιβίωναν και θα ζούσαν μετά από μια τέτοια κρίση, περίμεναν να ξανααπασχοληθούν στην επόμενη ανάκαμψη. Αλλά ποια θα ήταν η μοίρα των άλλων; Θα αντιμετωπίζονταν με το Νέο Νόμο για τους Φτωχούς.

Ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς τέθηκε σε ισχύ το 1834 και ίσχυε την εποχή που ο Έγκελς έγραφε αυτό το βιβλίο. Εκπροσωπούσε το ίδιο το πνεύμα του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής τάξης, και ο Έγκελς πιστεύει ότι περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα ήταν αυτός ο νόμος που τροφοδότησε το επαναστατικό κίνημα του χαρτισμού.

Ο Παλιός Νόμος για τους Φτωχούς βασιζόταν σε ένα νόμο του 1601, που ήταν το 43ο διάταγμα των τελευταίων χρόνων της βασιλείας της Ελισάβετ της 1ης. Μπορούμε να τον συγκρίνουμε με μια μορφή προκαπιταλιστικού κοινωνικού κράτους. Ξεκινούσε από την υπόθεση ότι ήταν καθήκον της ενορίας να φροντίσει για την συντήρηση των φτωχών. Έτσι, όποιος δεν είχε δουλειά έπαιρνε βοήθεια, και ο φτωχός θεωρούσε την ενορία υποχρεωμένη να τον προστατεύει από την πείνα. Επομένως, απαιτούσε την εβδομαδιαία βοήθεια σαν δικαίωμα, και όχι σαν χάρη.

Αλλά όταν η μπουρζουαζία ήρθε στην εξουσία με την Μεταρρύθμιση του 1832, βρήκε γύρω της εκτεταμένη αθλιότητα στις επαρχιακές περιφέρειες, και έναν πολύ μεγάλο στρατό ανέργων στις πόλεις. Γι’ αυτό διόρισαν μια επιτροπή για να ερευνήσει την εφαρμογή του Παλαιού Νόμου για τους Φτωχούς και να ξεριζώσει τις καταχρήσεις του. Η επιτροπή έκανε την αναφορά της τον επόμενο χρόνο, το 1833. Πριν δούμε αυτήν την αναφορά, θα πω δυο λόγια για την φιλοσοφία που καθοδηγούσε τα μέλη της επιτροπής και εκείνους που τους διόρισαν.

Μάλθους

Η βασική έμπνευση της καπιταλιστικής τάξης την εποχή του Έγκελς ήταν αναμφίβολα ο Τόμας Μάλθους. Ο «νόμος του πληθυσμού» του Μάλθους πρόσφερε όλο το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο οι επίτροποι για τον Νόμο για τους Φτωχούς εξέτασαν κριτικά τον υπάρχοντα νόμο και προσπάθησαν να διατυπώσουν έναν νέο.

Η ουσία της θεωρίας του Μάλθους ήταν ότι η γη έχει μόνιμα έναν υπερπληθυσμό. Ο Μάλθους πίστευε ότι είχε ανακαλύψει έναν σιδερένιο νόμο της Φύσης. Από αυτό έβγαινε το συμπέρασμα ότι κάθε θεσμοθετημένη βοήθεια στους φτωχούς, ή έστω κάθε φιλανθρωπία, είχε σαν αποτέλεσμα μόνον να ενισχύει το κακό του υπερπληθυσμού. Υποβοηθούσε την αύξηση του υπερπληθυσμού, ο οποίος με τον ανταγωνισμό του συμπίεζε τα μεροκάματα. (Να σημειώσουμε ότι αν πάρουμε τα στοιχεία της θεωρίας του Μάλθους απομονωμένα, είναι αποδεδειγμένα σωστά. Ο εφεδρικός στρατός των ανέργων χρησιμοποιούνταν συνειδητά, όπως και σήμερα, σαν μοχλός για να συμπιεστεί το βιοτικό επίπεδο και τα μεροκάματα).

Σύμφωνα με την θεωρία του Μάλθους, είναι το ίδιο παράλογο να βρει κανείς δουλειά για τους ανέργους, γιατί υπάρχει μόνον μια σταθερή ποσότητα προϊόντων εργασίας που μπορούν να καταναλωθούν σε δεδομένο χρόνο, άρα η απασχόληση ενός πρώην ανέργου σημαίνει τον παραμερισμό ενός εργατικού και τίμιου εργάτη.

Όλο το πρόβλημα, με δυο λόγια, δεν είναι πώς θα στηριχθεί ο πλεονάζων πληθυσμός, αλλά πώς θα περιοριστεί η ανάπτυξη του. Πώς θα συμπιεστεί, και αν είναι δυνατόν θα εξαφανιστεί εντελώς. Ένα τέτοιο όνειρο, πιστεύει ο Μάλθους, είναι άκρως επιθυμητό, αλλά αμφιβάλλει αν μπορεί να πραγματοποιηθεί γιατί η γη έχει πάντα υπερπληθυσμό. Αυτό που υπαγορεύει η λογική είναι η ελαχιστοποίηση της ποσότητας του υπερπληθυσμού.

Έτσι, ο Μάλθους επιτίθεται σε κάθε έννοια «δικαιωμάτων» που ενυπάρχουν στην εφαρμογή του Παλαιού Νόμου της Ελισάβετ για τους Φτωχούς. Όπως είπα, από το 1601 μέχρι το 1834, ένας φτωχός θεωρούσε ότι η βοήθεια από την ενορία ήταν δικαίωμα. Ήταν καθήκον της ενορίας να την προσφέρει. Ο Μάλθους επιτίθεται σ’ αυτό. Αλλά επιτίθεται σε πολύ περισσότερα. Στόχος του είναι αυτό που όλες οι τάξεις πάντα θεωρούσαν ιερό και αιώνιο, το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή. Λέει ότι δεν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα. Λέει ότι ο φτωχός έρχεται στο τραπέζι της Φύσης και βλέπει ότι δεν υπάρχουν μαχαιροπήρουνα γι’ αυτόν και διαμαρτύρεται. Μάταια, λέει ο Μάλθους. Η Φύση του λέει. «Φύγε, ποτέ δεν σου ζητήσαμε να έρθεις εδώ!». Ο Μάλθους αναποδογυρίζει κάτι που όλοι μας λέμε κάπου κάπου –«Δεν ζήτησα να γεννηθώ»– και απαντάει: «Πράγματι δεν ζήτησες να γεννηθείς, αυτό είναι όλο το πρόβλημα! Κανείς δεν σε προσκάλεσε, κανείς δεν εγγυήθηκε ότι θα μπορούσες να συντηρηθείς, κανείς δεν εγγυήθηκε ότι θα υπήρχαν αρκετά για σένα. Επομένως, εάν η Φύση και οι κοινωνία σου λένε ότι δεν έχουν αρκετά για σένα, δεν σπάνε κανένα συμβόλαιο μαζί σου. Δεν παραβιάζουν κανένα δικαίωμα, γιατί δεν έχεις κανένα δικαίωμα στη ζωή!».

Έτσι, οι επίτροποι που έκαναν την αναφορά τους το 1833, εξέτασαν τον Παλαιό Νόμο για τους Φτωχούς και βρήκαν ότι ήταν γεμάτος καταχρήσεις. Όπως είπαν, ήταν «...εμπόδιο για τη βιομηχανία, αμοιβή για απερίσκεπτους γάμους, ενθάρρυνση για την αύξηση του πληθυσμού, προπέτασμα που κρύβει τα αποτελέσματα του για τα ημερομίσθια. Ένας εθνικός θεσμός που επιπλήττει τους προκομμένους και τους τίμιους, και που προστατεύει τους τεμπέληδες, τους απερίσκεπτους και τους κακούς. Καταστροφέας των δεσμών της οικογενειακής ζωής, σύστημα που εμποδίζει τη συσσώρευση κεφαλαίου, που καταστρέφει αυτό που υπάρχει, και που ρίχνει τον φορολογούμενο στην φτώχεια. Και ένα πριμ για νόθα παιδιά».

Εργαστήρια

Ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς τέθηκε σε ισχύ το 1834. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, όλα τα επιδόματα σε χρήμα και σε είδος καταργήθηκαν. Η μόνη βοήθεια που επιτρεπόταν, και που ήταν αντίθετη με τις συστάσεις του ίδιου του Μάλθους, ήταν τα εργαστήρια που ο λαός τα έλεγε Βαστίλες του Νόμου για τους Φτωχούς. Ο Έγκελς τα περιγράφει ως εξής:

«Οι κανονισμοί γι’ αυτά τα εργαστήρια, ή, όπως τα ονομάζει ο λαός, Βαστίλες του Νόμου για τους Φτωχούς, είναι τέτοιοι που αποδιώχνουν τον καθένα που έχει την παραμικρή προοπτική να ζήσει χωρίς αυτή τη μορφή δημόσιας φιλανθρωπίας. Για να είναι σίγουρο ότι η βοήθεια θα δοθεί μόνον στις πιο ακραίες περιπτώσεις και μόνον μετά την αποτυχία κάθε άλλης προσπάθειας, το εργαστήριο έχει γίνει η πιο αποκρουστική κατοικία που θα μπορούσε να εφεύρει ο εκλεπτυσμένος νους ενός μαλθουσιανού. Το φαγητό είναι χειρότερο από εκείνο του πιο κακοπληρωμένου εργάτη που έχει δουλειά, και η δουλειά σκληρότερη, ώστε κανείς να μην προτιμάει το εργαστήριο από την άθλια ζωή έξω απ’ αυτό. Το κρέας, ιδίως το φρέσκο κρέας, προσφέρεται σπάνια, κυρίως πατάτες, το χειρότερο ψωμί και χυλός, λίγη ή καθόλου μπύρα. Το φαγητό των ποινικών καταδίκων είναι καλύτερο, κατά κανόνα, οπότε οι φτωχοί συχνά κάνουν κάποια παράβαση με σκοπό να μπουν στη φυλακή. Γιατί το εργαστήριο είναι επίσης μια φυλακή. Εκείνος που δεν τελειώνει τη δουλειά του, δεν παίρνει φαγητό. Εκείνος που θέλει να βγει έξω ζητάει άδεια, που δίνεται ή όχι, ανάλογα με την συμπεριφορά του ή με τα κέφια του επιθεωρητή. Ο καπνός απαγορεύεται, επίσης τα δώρα από συγγενείς ή φίλους από έξω. Οι φτωχοί φορούν μια στολή, και παραδίδονται χωρίς βοήθεια και αμετάκλητα στα καπρίτσια των επιθεωρητών. Για να εμποδιστεί ο ανταγωνισμός της εργασίας τους με τις έξω επιχειρήσεις, τους βάζουν να κάνουν μάλλον άχρηστα πράγματα: σπάζουν πέτρες, ...κλπ, κλπ», (όπ.π., σελ. 573).

Κίνημα

Αξίζει να τα σκεφτούμε αυτά. Τί προτείνουν οι πολιτικοί μας κύριοι οποιουδήποτε κόμματος να κάνουμε με αυτό που τόσο προσβλητικά ονομάζουν «υπο-τάξη»; «Υπο-τάξη» –αυτό σημαίνει αυτούς που είναι λίγο-πολύ μόνιμα άνεργοι. (Με την ευκαιρία, πιστεύω ότι ο Έγκελς ούτε κατά διάνοια θα υιοθετούσε μια φράση σαν αυτό το «υπο-τάξη»). Αυτό που προτείνουν οι πολιτικοί μας κύριοι για την άνεργη εργατική τάξη είναι να τους εξαναγκάσουν να δουλέψουν κάνοντας κάθε μορφή βοήθειας τόσο αποκρουστική, τόσο ελάχιστη και τόσο άθλια, ώστε να είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς. Μ’ άλλα λόγια, τί έχουμε εδώ; Έχουμε ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους αυτό που ο Χέγκελ ονομάζει «φαινομενική επιστροφή στο παλιό», και γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο είναι τόσο διδακτικό.

Ανέφερα ήδη ότι ο Έγκελς πίστευε πως οι Νέοι Νόμοι για τους Φτωχούς περισσότερο από καθετί άλλο πυροδότησαν το χαρτιστικό κίνημα. Μιλώντας για τον χαρτισμό, το βιβλίο του Έγκελς φτάνει στο ανώτερο σημείο του και εκεί είναι η πιο άφθαρτη κληρονομιά του.

Ο χαρτισμός δεν ήταν ιστορικά το πρώτο κίνημα της αγγλικής εργατικής τάξης. Σύνδεσμοι είχαν σχηματιστεί κρυφά και με την απειλή των πιο αυστηρών τιμωριών. Και όταν οι Νόμοι για τους Συνδέσμους, που απαγόρευαν κάθε μορφή οργάνωσης μεταξύ εργατών, καταργήθηκαν το 1824, αυτοί οι Σύνδεσμοι έγιναν συνδικάτα. Τα συνδικάτα επανειλημμένα προσπάθησαν να συνενωθούν σε μια ενιαία πανεθνική οργάνωση.

Αλλά κάθε προσπάθεια να δημιουργηθούν οργανώσεις εργατών που να ξεπερνούν τα όρια των επιμέρους επαγγελμάτων ναυάγησε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η μπουρζουαζία είχε πάρει την πολιτική εξουσία από το 1832, η χρηματική της ισχύς ήταν αναμφισβήτητη στη χώρα και σ’ όλο τον πλανήτη. Και ήταν αποφασισμένη να καταστρέψει και κάθε εμπόδιο στον ανταγωνισμό. Αυτή ήταν η αφετηρία της ανάδυσης της εργατικής τάξης ως τάξης.

«Αυτό που δίνει πραγματική σημασία σ’ αυτά τα συνδικάτα και στις απεργίες είναι ότι πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια των εργατών να καταργήσουν τον ανταγωνισμό. Σημαίνουν την αναγνώριση του γεγονότος ότι η κυριαρχία της μπουρζουαζίας βασίζεται εξ ολοκλήρου στον ανταγωνισμό των εργατών μεταξύ τους. Και ακριβώς επειδή τα συνδικάτα στρέφονται άμεσα κατά του νευραλγικού κέντρου της παρούσας κοινωνικής τάξης, οσοδήποτε μονόπλευρα και οσοδήποτε περιορισμένα, γι’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνα γι’ αυτή την κοινωνική τάξη. Οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να βρουν πιο καίριο σημείο από αυτό για να επιτεθούν στην μπουρζουαζία και μαζί της σ’ ολόκληρη την υπάρχουσα κοινωνική τάξη. Αν καταστραφεί ο ανταγωνισμός των εργατών μεταξύ τους ... τότε η εξουσία της ιδιοκτησίας τερματίζεται», (όπ.π., σελ. 507).

Και όμως, αν και η εμφάνιση των συνδικάτων σήμαινε την πρώτη ανάπτυξη της εργατικής τάξης σαν τάξης καθεαυτής, κάτι περισσότερο χρειάζεται.

«Η ενεργός αντίσταση των άγγλων εργατών έχει σαν αποτέλεσμα να κρατάει την βουλιμία της μπουρζουαζίας μέσα σε ορισμένα όρια, και να διατηρεί ζωντανή την αντίθεση των εργατών στην κοινωνική και πολιτική παντοδυναμία της μπουρζουαζίας ενώ οδηγεί στην παραδοχή ότι κάτι περισσότερο από συνδικάτα και απεργίες χρειάζεται για να σπάσει η εξουσία της άρχουσας τάξης», (όπ.π., σελ. 507).

Αυτό το «κάτι περισσότερο» είναι ο χαρτισμός. Και όμως, εκ πρώτης όψεως ο χαρτισμός φαίνεται να είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Ένα κίνημα που οι σκοποί του αποκρυσταλλώνονται σε έξι σημεία, που ενδιαφέρεται πρωταρχικά για την εκπροσώπηση των εργατών στο κοινοβούλιο, και που το αποκορύφωμα του είναι η συγκέντρωση εκατομμυρίων υπογραφών που υποβάλλονται στο κοινοβούλιο, φαίνεται ότι είναι καλά προσαρμοσμένο στον πολιτικό έλεγχο της ριζοσπαστικής μπουρζουαζίας. Και έτσι ήταν στην αρχή.

Επαναστατικό

Και όμως ο χαρτισμός είναι το πιο επαναστατικό κίνημα που εμφανίστηκε σ’ αυτή τη χώρα από την εποχή του εμφυλίου πολέμου και από την επανάσταση του 1640. Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να στραφούμε στη σημασία της ιστορικής στιγμής που το χαρτιστικό κίνημα έσπασε από την κηδεμονία της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας, η οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει την εργατική τάξη σαν πολιορκητικό κριό για να μειώσει την τιμή των σιτηρών και να καταργήσει τους παλιούς νόμους για τα σιτηρά. Έγινε ένα σχίσμα στις γραμμές του χαρτισμού ανάμεσα στην πτέρυγα της «ηθικής δύναμης» και εκείνη της «φυσικής δύναμης».

«Από αυτή τη στιγμή», γράφει ο Έγκελς, «ο χαρτισμός ήταν καθαρά υπόθεση των εργατών απελευθερωμένη από κάθε αστικό στοιχείο. Οι “πλήρεις” εφημερίδες όπως η Εβδομαδιαία Ανταπόκριση, τα Εβδομαδιαία Χρονικά, ο Εξεταστής, κλπ, γλίστρησαν βαθμιαία στον νυσταλέο τόνο των άλλων φιλελεύθερων φύλλων, ασπάστηκαν την υπόθεση του ελεύθερου εμπορίου, επιτέθηκαν στον νόμο για το δεκάωρο και σε όλα τα αποκλειστικά εργατικά αιτήματα, και άφησαν τον ριζοσπαστισμό τους συνολικά να υποχωρήσει. Η ριζοσπαστική μπουρζουαζία ενώθηκε με τους φιλελεύθερους κατά των εργατών σε κάθε σύγκρουση, και γενικά έκανε το ζήτημα των νόμων για τα σιτηρά, που για τους άγγλους είναι το ζήτημα του ελευθέρου εμπορίου, κύριο έργο της. Υποτάχθηκαν έτσι στην φιλελεύθερη μπουρζουαζία και τώρα παίζουν τον πιο αξιολύπητο ρόλο.

Οι χαρτιστές εργάτες, αντίθετα, ασπάστηκαν με διπλάσιο ζήλο όλους τους αγώνες του προλεταριάτου κατά της μπουρζουαζίας. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός έχει προκαλέσει στους εργάτες αρκετά δεινά ώστε να τον μισούν. Οι απόστολοί του, η μπουρζουαζία, είναι οι κηρυγμένοι εχθροί τους. Ο εργάτης μόνο μειονεκτήματα περιμένει από την πλήρη ελευθερία ανταγωνισμού. Τα αιτήματα που έχει προβάλει μέχρι τώρα, ο νόμος για το δεκάωρο, η προστασία των εργατών από τον καπιταλιστή, καλά ημερομίσθια, μια εγγυημένη θέση, κατάργηση του Νέου Νόμου για τους Φτωχούς, όλα τα πράγματα που ανήκουν στον χαρτισμό το ίδιο ουσιαστικά όσο τα “έξι σημεία”, είναι κατ’ ευθείαν αντίθετα με τον ελεύθερο ανταγωνισμό και το ελεύθερο εμπόριο. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που οι εργάτες δεν θέλουν να ακούσουν για ελεύθερο εμπόριο και για την κατάργηση των νόμων για τα σιτηρά (ένα γεγονός ακατανόητο για ολόκληρη την αγγλική μπουρζουαζία), και ενώ είναι τουλάχιστον εντελώς αδιάφοροι για το ζήτημα των νόμων για τα σιτηρά, είναι βαθιά εχθρικοί απέναντι στους υποστηρικτές του. Αυτό το ζήτημα είναι ακριβώς το σημείο που το προλεταριάτο ξεχωρίζει από την μπουρζουαζία, ο χαρτισμός από τον ριζοσπαστισμό. Ο νους της μπουρζουαζίας δεν μπορεί να το κατανοήσει αυτό, επειδή δεν μπορεί να κατανοήσει το προλεταριάτο.

Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στη χαρτιστική δημοκρατία και κάθε προηγούμενη αστική πολιτική δημοκρατία. Ο χαρτισμός έχει μια ουσιαστικά κοινωνική φύση, είναι ένα ταξικό κίνημα. Τα “έξι σημεία” που για την ριζοσπαστική μπουρζουαζία είναι η αρχή και το τέλος του ζητήματος, που σκοπεύουν το πολύ να προκαλέσουν κάποιες επιπλέον μεταρρυθμίσεις του συντάγματος, για το προλεταριάτο είναι απλά μέσα για απώτερους σκοπούς. “Η πολιτική εξουσία είναι το μέσο μας, η κοινωνική ευτυχία είναι ο σκοπός μας”, είναι τώρα το καθαρά διατυπωμένο πολεμικό σύνθημα των χαρτιστών. Το “ζήτημα του μαχαιριού και του πιρουνιού” του κήρυκα Στίβενς που ήταν μια αλήθεια μόνο για ένα τμήμα των χαρτιστών το 1838, είναι μια αλήθεια για όλους το 1845», (όπ.π., σελ. 523).

Αυτή η ανάλυση του Έγκελς αποδείχτηκε εντελώς σωστή. Πέντε από τα «έξι σημεία» των χαρτιστών έγιναν πράγματι νόμος μέσα στα επόμενα 30 χρόνια. Και όμως, όπως είπε ο Έγκελς, μια τέτοια νίκη αποδείχτηκε μόνο η αρχή και καθόλου το τέλος του ζητήματος. Σχεδόν τα πάντα έμεναν να γίνουν. Η εργατική τάξη είχε ακόμη να ζήσει την εμπειρία της οικοδόμησης του δικού της ταξικού κόμματος και της κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Και ο Έγκελς, αντίθετα από τις σοβινιστικές αντιλήψεις των οπαδών του Μπεν μεταξύ της αριστεράς του Εργατικού Κόμματος, έπαιξε σημαντικό ρόλο, και μάλιστα αποφασιστικό ρόλο για την προβολή εκείνων των αιτημάτων και για την έμπνευση και οργάνωση του κινήματος που τελικά δημιούργησε το Εργατικό Κόμμα.

Όταν πέθανε ο Έγκελς το 1895, έμεναν μόνον έξι χρόνια για τον σχηματισμό της Επιτροπής για την Εκπροσώπηση της Εργασίας που επρόκειτο να οδηγήσει στην εκλογή 26 εργατικών βουλευτών το 1906.

Το έργο της ζωής του Έγκελς στην Αγγλία, να βοηθήσει την εργατική τάξη να οργανώσει τα δικά της ανεξάρτητα μέσα πολιτικής πάλης, τις δικές της οργανώσεις, τα δικά της όπλα πάλης, όλη αυτή την εμπειρία για ενάμιση αιώνα, μας έχει φέρει στο σημείο που εκείνο το κόμμα που οικοδόμησε η εργατική τάξη, που οικοδόμησαν και οργάνωσαν τα συνδικάτα, τώρα ασπάζεται μια φιλοσοφία που είναι σχεδόν ταυτόσημη (αν και πολύ λιγότερο προοδευτική) από την φιλοσοφία του κινήματος που ονομαζόταν «Νέα Αγγλία», ενός κινήματος που στην ηγεσία του το 1841 βρισκόταν ο Ντισραέλι.

Είπα «πολύ λιγότερο προοδευτική». Αυτό είναι λάθος, οι συγκρίσεις μπορεί να παραπλανούν. Η «Νέα Αγγλία» του Ντισραέλι είχε ένα αμυδρό ίχνος προόδου το 1841, έτσι πίστευε ο Έγκελς. Η «Νέα Αγγλία» του Τόνι Μπλερ είναι αντιδραστική μέχρι το κόκαλο. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να βγάλουμε από το ξαναδιάβασμα του θαυμάσιου βιβλίου του Έγκελς σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου